χαρακτηρικός

χαρακτηρικός
-ή, -όν, Α
χαρακτηριστικός.
επίρρ...
χαρακτηρικῶς Α
με χαρακτηρικό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Συντμ. τ. τού χαρακτηριστικός, σχηματισμένος από το ουσ. χαρακτήρ, -ῆρος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”